παλαιοντολογικός

παλαιοντολογικός
η , ό[ν] палеонтологический

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "παλαιοντολογικός" в других словарях:

  • παλαιοντολογικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην παλαιοντολογία («παλαιοντολογική έρευνα»). [ΕΤΥΜΟΛ. < παλαιοντολογία. Η λ. μαρτυρείται από το 1859 στον Π. Χιώτη] …   Dictionary of Greek

  • παλαιοντολογία — η η επιστήμη που εξετάζει τα φυτικά και ζωικά είδη που εξαφανίστηκαν και άφησαν μόνον απολιθώματά τους. Ο επιστήμονας, παλαιοντολόγος. Επίθ. παλαιοντολογικός, ή ό αυτός που αναφέρεται ή ανήκει στην παλαιοντολογία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»